εὔτηκτον

εὔτηκτον
εὔτηκτος
easily melted
masc/fem acc sg
εὔτηκτος
easily melted
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τηκτός — ή, ό / τηκτός, ή, όν, ΝΜΑ [τήκω] αυτός που μπορεί να τηχθεί, να λειώσει, εύτηκτος, ευδιάλυτος (α. «τηκτά μέταλλα» β. «οὐδὲ τηκτὸν εὔτηκτον κρυσταλλοειδὲς γένος τροφῆς», ΠΔ γ. «σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα», Πλατ.) αρχ. 1. αυτός που έχει τηχθεί,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”